κυανόφυτα

κυανόφυτα
τα
βοτ. υποδιαίρεση τού φυτικού βασιλείου στην οποία ανήκουν μονοκύτταροι, πρωτόγονοι από εξελικτική άποψη, αυτότροφοι οργανισμοί και η οποία κατέχει, στη συστηματική ταξινόμηση, θέση μεταξύ τών βακτηρίων και τών φυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanophytes < cyan(o)- (< κύανος) + -phytes (< φυτόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • κυανοφύκη — τα βοτ. τάξη πρωτόγονων φυτών που ανήκει στο άθροισμα κυανόφυτα …   Dictionary of Greek

  • νόστοκ — το άκλ. βοτ. γένος φυκών που ανήκει στα κυανόφυτα τής τάξης hormonales. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nostoc < νεολατ. Νοstoc, λ. επινοημένη από τον Παράκελσο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”